- επιτανύω
- ἐπιτανύω (Α) [τανύω]1. τεντώνω, εκτείνω, απλώνω κάτι κάπου («ἐπιδέουσιν ἐπὶ τὴν ἴξιν τῆς κληῑδος ἐπιτανύοντες», Ιπποκρ.)2. εξαπλώνω, σκορπίζω («Ζεὺς δ’ ἐπὶ νύκτ’ ὀλοὴν τάνυσε κρατερῇ ὑσμίνῃ», Ομ. Ιλ.)3. παθ. ἐπιτανύομαιτεντώνω με δύναμη («πόλλ’ ἐπὶ τόξα τανύσσεται», Αρχίλ.)4. δυνατά σπρώχνω («ἐπὶ κληῑδ’ ἐτάνυσσεν ἱμάντι», Ομ. Οδ.).
Dictionary of Greek. 2013.